πολύσεπτος

πολύσεπτος
πολύσεπτος
much-revered
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύσεπτος — ον, Α πολύ σεπτός, ο πολύ σεβάσμιος, πολυσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σεπτός] …   Dictionary of Greek

  • πολύσεπτον — πολύσεπτος much revered masc/fem acc sg πολύσεπτος much revered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσέπτων — πολύσεπτος much revered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύσεπτε — πολύσεπτος much revered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθεστος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. πολύ επιθυμητός, πολυαγαπημένος («τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι», Καλλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) πολύ τιμημένος, πολύσεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεστος, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”